-
1 προ-κατ-έχω
προ-κατ-έχω (s. ἔχω), vorhalten; med., προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην, H. h. Cer. 197, sie hielt vor sich den Schleier herunter; vorher einnehmen, besetzt haben, προκατασχεῖν τὴν πόλιν, Thuc. 4, 105; διὰ τὸ προκατεσχῆσϑαι φρουρᾷ τὴν ἄκραν, Pol. 8, 33, 1. – Wie προέχω, den Vorzug haben, übertreffen, οἱ προκατέχοντες ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις, Pol. 27, 13, 7.
-
2 προκατέχω
A hold or gain possession of beforehand, preoccupy,τὴν πόλιν Th.4.105
;τὸ ἄκρον X.HG5.4.59
;τὸν διάπλουν Plb.1.61.1
;τὰς παρόδους Plu.Nic. 26
;διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι φρουρᾷ [τὴν ἄκραν Plb.8.31.1
: simply, occupy,ὃν προκατεῖχε τόπον Ael.Tact.25.7
:—[voice] Med., hold down before oneself,προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην h.Cer. 197
: metaph. in [voice] Pass., to be prejudiced,π. εὐνοίᾳ Plb.8.31.3
,27.4.9, cf. 9.31.2;διαβολαῖς Phalar.Ep.56
.2 [voice] Pass., to be predetermined,ὑφ' ἑτέρας αἰτίας Diogenian.Epicur.3.60
.II intr., to be superior,ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις Plb.27.15.7
; ἀγέλης to be leaders of the herd, of bulls, Jul. Or.6.200d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκατέχω
См. также в других словарях:
προκατέχω — Α 1. κατέχω ή αποκτώ εκ τών προτέρων 2. προκαταλαμβάνω, προκυριεύω («προκατέχειν τὸ ἄκρον», Ξεν.) 3. (σχετικά με τόπο) είμαι εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα μέρος («ὃν προκατεῑχε τόπον», Αιλ. Τακτ.) 4. υπερτερώ, προηγούμαι από άλλον σε κάτι («οἱ … Dictionary of Greek